βαρυβόας

βαρυβόας
βαρυβόᾱς , βαρυβόας
heavy-sounding
masc acc pl
βαρυβόᾱς , βαρυβόας
heavy-sounding
masc nom sg (epic doric aeolic)
βαρυβόᾱς , βαρυβόης
masc acc pl
βαρυβόᾱς , βαρυβόης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαρυβόας — βαρυβόας, ο (Α) αυτός που αντηχεί βαριά («βαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βόας < βοώ] …   Dictionary of Greek

  • βαρυβόαν — βαρυβόᾱν , βαρυβόας heavy sounding masc acc sg (epic doric aeolic) βαρυβόας heavy sounding masc acc sg βαρυβόᾱν , βαρυβόης masc acc sg (epic doric aeolic) βαρυβόης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”